- σακούλα
- η, Ν1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος2. σάκος με μικρή χωρητικότητα από χαρτί, πανί ή πλαστικό, χρήσιμος για την μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων3. σάκος από λεπτό πανί μέσα στο οποίο τοποθετείται το γιαούρτι για να στραγγίσει4. σακίδιο κατάλληλο για την φύλαξη χρημάτων, πουγγί, βαλάντιο5. μηνοειδής προεξοχή τού δέρματος που σχηματίζεται κάτω από τα μάτια, ιδίως τών ενηλίκων, λόγω κούρασης και αϋπνίας ή άλλης αιτίας, λ.χ. αλκοολισμού6. φρ. α) «βαστάει [ή βροντάει] η σακούλα του» — έχει την δυνατότητα να ξοδέψει πολλά χρήματα, είναι πλούσιοςβ) «κάμε καινούργια σακούλα να τά βάλεις»(με ειρωνική σημ.) λέγεται για εκείνον που περιμένει μεγάλα κέρδη από μια επιχείρηση ή επιστροφή χρημάτων από κακοπληρωτή ή από εντελώς άπορο οφειλέτη7. παροιμ. «τού μπαμπά μας η σακούλα βάνει καθενός μια βούλλα» — δηλώνει ότι ο πατρικός πλούτος παρέχει σε κάποιον την δυνατότητα να συγκαλύπτει τα σωματικά ή και τα ηθικά ελαττώματα τών τέκνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατ-ούλα, ραχ-ούλα)].
Dictionary of Greek. 2013.